To 2020 σίγουρα θα μείνει αξέχαστο στη συλλογική μνήμη των περισσότερων φιλάθλων και αθλητών για όλα εκείνα ακριβώς που συνέβησαν και άλλαξαν δραματικά την κανονικότητα τους προς το χειρότερο. Ο κορωνοϊός όμως, αυτός ο «αόρατος εχθρός», δεν είναι ο μόνος λόγος για να… «μισήσουμε» το προηγούμενο έτος.
Πράγματι υπάρχει και άλλος λόγος. Εν μέσω της πανδημίας που επισκίασε τα πάντα στον χώρο του αθλητισμού το 2020, με αποτέλεσμα τα πάντα να στρέφονται γύρω από αυτό το φλέγον ζήτημα, ο θάνατος «τρύπωσε κρυφά» και «βρήκε» την… ευκαιρία που επιζητούσε για να «πάρει» μακριά μας με διάφορους πιθανούς και απίθανους τρόπους, κάποιες από τις πιο αγαπημένες και θρυλικές μορφές του παγκόσμιου αθλητισμού. Κόμπι Μπράιαντ, Ντιέγκο Μαραντόνα και Πάολο Ρόσι είναι μερικά από τα ονόματα που έρχονται πρώτα στο υποσυνείδητο όλων. Αλλά δεν είναι οι μόνοι. Γιατί το από κάθε άποψη, επιτρέψτε μας την έκφραση – τρισκατάρατο – αυτό έτος «πήρε» και άλλους, λιγότερο γνωστούς για πολλούς Έλληνες φιλάθλους. Όπως τον Γιάνις Λούσις.
Ο Λετονός ακοντιστής που μεσουράνησε στο παγκόσμιο στερέωμα σχεδόν για μια δεκαετία (αρχές του 60′ – αρχές του 70′) και υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους όλων των εποχών στο άθλημα του, «έφυγε» από τη ζωή στις 29 Απριλίου 1980 στα 80 του χρόνια, νικημένος από τη νόσο του καρκίνου. Ο γεννημένος στην πόλη Γιέλγκαβα της Λετονίας αθλητής, παραμένει ακόμη και σήμερα ο μοναδικός ακοντιστής ενταγμένος στο «κλειστό κλαμπ» του Hall of Fame της IAAF, γεγονός που από μόνο του πιστοποιεί την τεράστια παρακαταθήκη που άφησε πίσω του ο Γιάνις Λούσις.
Εξάλλου, η τιμή που του επεφύλασσε η Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου είναι απόλυτα δικαιολογημένη, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Λετονός με τα αθλητικά του κατορθώματα αποτέλεσε τον προπομπό και πηγή έμπνευσης των «σύγχρονων» γιγάντων του ακοντισμού, όπως ο Γιαν Ζελέζνι, ο Στιβ Μπάκλει αλλά και ο Αντρέας Θόρκιλντσεν. Αν και ο ίδιος δεν «ευτύχησε» να έχει την τόσο έντονη – αλλά απόλυτα δικαιολογημένη και καλώς εννοούμενη – δημοσιότητα που είχαν οι προαναφερθέντες μεταγενέστεροι του, λόγω τόσου του «Ψυχρού Πολέμου» που έθετε αυτόματα πολλά εμπόδια στις αθλητικές και όχι μόνο επαφές Ανατολής – Δύσης, όσο και των πιο περιορισμένων μέσων της τεχνολογίας, η φήμη του ήταν τέτοια που το 1987 η IAAF τον ανακήρυξε ως τον καλύτερο ακοντιστή όλων των εποχών. Έναν τίτλο που κατά πάσα πιθανότητα μόνο ο Γιαν Ζελέζνι είναι ο πιο κατάλληλος υποψήφιος για να του τον «κλέψει» μέχρι σήμερα.
Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο και δεν επιδέχεται καμίας αμφισβήτησης. Ο Γιάνις Λούσις ήταν ο πρώτος σούπερσταρ του ακοντισμού, αυτός που τόσο η «μυθική» του μάχη για το χρυσό μετάλλιο στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων του Μονάχου του 1972 με τον Δυτικογερμανό Κλάους Βόλφερμαν που κρίθηκε στα… δύο εκατοστά (90.48 μ. για τον Βόλφερμαν και ταυτόχρονα τότε Ολυμπιακό ρεκόρ – 90.46μ. για τον Λούσις), όσο και τα τέσσερα χρυσά μετάλλια στα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα ανοικτού στίβου (Βελιγράδι 1962, Βουδαπέστη 1966, Αθήνα 1969, Ελσίνκι 1971) – ρεκόρ που ισοφάρισε αργότερα ο Μπάκλει – ήταν από μόνα τους αρκετά για να του εξασφαλίσουν μια θέση στο «πάνθεον», όχι μόνο του κλασσικού αλλά και του παγκόσμιου αθλητισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα τρία πρώτα Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα που κατέκτησε τον τίτλο και τις τρεις φορές, κατέρριψε το ρεκόρ των αγώνων!
Συνολικά στην καριέρα του, ο μεγάλος Λετονός πέραν των παραπάνω τεσσάρων χρυσών μεταλλίων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κατέκτησε ακόμη το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικό με επίδοση 90.10 μ. ( τότε Ολυμπιακό ρεκόρ), το ασημένιο μετάλλιο στους Αγώνες του Μονάχου, αλλά και το χάλκινο σε αυτούς του Τόκιο το 1964 με επίδοση 78.07μ. Παράλληλα κατά τη διάρκεια της καριέρας του πραγματοποίησε δύο παγκόσμια ρεκόρ, το πρώτο το 1968 με μια ρίψη στα 91.98 μ., και το δεύτερο τον Ιούλιο του 1973 με μια ρίψη στα 93.80μ., λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου.